- υπογλώσσιος
- -α, -ο / ὑπογλώσσιος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑπογλώττιος Ααυτός που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσανεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το υπογλώσσιοονομασία διαφόρων φαρμακευτικών σκευασμάτων τα οποία διαλύει ο πάσχων κάτω από την γλώσσα του για να επιτευχθεί ταχύτερη επενέργεια2. φρ. α) «υπογλώσσιος σιαλογόνος αδένας»ανατ. διπλός σιαλογόνος αδένας στην πρόσθια περιοχή τού στόματοςβ) «υπογλώσσια αρτηρία»ανατ. κλάδος τής γλωσσικής αρτηρίαςγ) «υπογλώσσιο νεύρο»(ανατ.-ιατρ.) κινητικό κρανιακό νεύρο, που αποτελεί το 12ο ζεύγος κρανιακών νεύρων το οποίο ελέγχει τους μυς τής γλώσσας και το δάπεδο τού στόματοςαρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπογλώσσιονα) η περιοχή τής στοματικής κοιλότητας κάτω από τη γλώσσαβ) το ὑπόγλωττον*, είδος πλατύφυλλου φυτούγ) η ὑπογλωσσίς*, φάρμακο για το βήχα2. φρ. «ὑπογλώττιος βάτραχος» — οίδημα στην περιοχή κάτω από τη γλώσσα (Αέτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + γλῶσσα + επίθημα -ιος*].
Dictionary of Greek. 2013.